ἀγαπῶμαι

ἀγαπῶμαι
ἀγαπάω
greet with affection
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
ἀγαπάω
greet with affection
pres ind mp 1st sg
ἀγαπάω
greet with affection
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)
ἀγαπάζω
treat with affection
fut ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηγαπημένως — ἠγαπημένως (AM) επίρρ. (μόνο κατά συγκριτ. βαθμ. ήγαπημενώτερον με μεγαλύτερη αγάπη, πιο αγαπημένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηγαπημένος του αγαπώμαι] …   Dictionary of Greek

  • καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”